- ὑπαγκαλίζων
- ὑπαγκαλίζωpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαγκαλίζω — Α σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου («φίλον ἄνδρ ὑπαγκαλίζων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀγκάλη + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek